πτερωτή

πτερωτή
πτερωτός
feathered
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… …   Dictionary of Greek

  • διοσκορίδες — (dioscoreacae). Οικογένεια φυτών της τάξης των λειριανθών, που περιλαμβάνει πάνω από 600 είδη, τα περισσότερα από τα οποία συναντώνται στις τροπικές χώρες και πολύ λιγότερο στην παραμεσόγειο περιοχή. Είναι αναρριχητικά φυτά, ορισμένα από τα οποία …   Dictionary of Greek

  • θουνβεργία — (thunbergia). Αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων ακανθιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι θ. η πτερωτή. Έχει τετραγωνικό βλαστό, ύψους έως 1,50 μ., και φύλλα αντίθετα, ωοειδή, τριγωνικά, χνουδωτά, με πτερυγιοφόρους μίσχους.… …   Dictionary of Greek

  • πτερωτός — πτερωτός, ή, ό και φτερωτός, ή, ό 1. αυτός που έχει φτερά, πτέρυγες. 2. ο στολισμένος με φτερά: Φτερωτό καπέλο. 3. το θηλ., πτερωτή και φτερωτή ως ουσ., φτερωτός τροχός, τροχός με πτερύγια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”